trowel$85430$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

trowel$85430$ - translation to ελληνικό

ONE OF MANY KINDS OF SMALL HAND TOOLS USED FOR DIGGING, APPLYING, SMOOTHING, OR MOVING SMALL AMOUNTS OF VISCOUS OR PARTICULATE MATERIAL; COMMON VARIETIES INCLUDE THE MASONRY TROWEL, GARDEN TROWEL, AND FLOAT TROWEL
Garden trowel; Trowels; Pointing trowel
  • Ceremonial bricklayer's trowel used in laying one of the foundation stones of the commencement column of the Federal Capital city of [[Canberra]] in 1913
  • [[Masonry trowel]]
  • Garden trowel
  • Pointing trowel used in an archaeological excavation
  • US Navy personnel using float trowels to smooth freshly poured concrete

trowel      
n. μυστρίο, μίστρι

Ορισμός

Trowel
·noun A tool used for smoothing a mold.
II. Trowel ·noun A mason's tool, used in spreading and dressing mortar, and breaking bricks to shape them.
III. Trowel ·noun A gardener's tool, somewhat like a scoop, used in taking up plants, stirring the earth, ·etc.

Βικιπαίδεια

Trowel

A trowel is a small hand tool used for digging, applying, smoothing, or moving small amounts of viscous or particulate material. Common varieties include the masonry trowel, garden trowel, and float trowel.

A power trowel is a much larger gasoline or electrically powered walk-behind device with rotating paddles used to finish concrete floors.